- μετροποιώ
- μετροποιῶ, -έω (Α) [μετροποιός]1. κατασκευάζω κάτι με μέτρα, με μέτρημα2. στιχουργώ, κατασκευάζω στίχους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
μετροποιία — μετροποιΐα, ἡ (Α) [μετροποιῶ] σύνθεση μέτρων, στιχουργία … Dictionary of Greek